Ένα από τα πιο σπουδαία δάση που σώζονται μέχρι σήμερα και φημίζονται για τη σπανιότητά τους και την απαράμιλλη φυσική ομορφιά τους είναι το δάσος του Φράξου στο Λεσίνι.
Το συγκεκριμένο δάσος έχει ιδιαίτερη σημασία όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά παρουσιάζει παγκόσμιο επιστημονικό ενδιαφέρον.
Διαθέτει όλα τα απαραίτητα στοιχεία – προσόντα, ώστε να αποτελέσει ένα πάρκο – μάρτυρα της φυσικής ιστορίας της περιοχής.
Μεγάλο πλεονέκτημα, το γεγονός ότι μπορεί να το προσεγγίσει κανείς, τόσο από ξηρά όσο και από τη θάλασσα (απέχει 30χλμ. από το Μεσολόγγι, 40χλμ. από το Αγρίνιο και 20χλμ. από τον Αστακό).
Εκτός, όμως, από την επιστημονική-συναισθηματική αξία, όπως χαρακτηρίζουν μερικοί την προσπάθεια προστασίας των σπάνιων ελληνικών φυσικών κεφαλαίων, από άποψη καθαρά ωφελιμιστική, οικονομική και κοινωνική το δάσος αυτό μπορεί να αποκτήσει παγκόσμια φήμη.
Το σπάνιο δάσος του
Ιστορικά στοιχεία
Από ιστορικά στοιχεία προκύπτει ότι στο χώρο του δάσους και στην περιοχή που το περιβάλλει υπήρχε βαλτολίμνη 80.000 στρεμμάτων, με την ονομασία Κυνία (Γκυνιάς).
Η τότε τοποθεσία της βαλτολίμνης αυτής περιβάλλεται, τώρα, από λόφους, εκτός από τη νότια πλευρά, όπου όριο με τη θάλασσα αποτελούν οι αλλουβιακές αποθέσεις του Ακαρνανικού τμήματος του Αχελώου ποταμού.
Το 1930 το ελληνικό Δημόσιο παραχώρησε τα αποξηραντικά, εκχερσωτικά και εκμεταλλευτικά δικαιώματα επί του δάσους στο βιομήχανο Επαμεινώνδα Χαριλάου που με τη σειρά του, τα μεταβίβασε το 1932 στη Γεωργική Εταιρεία Λεσινίου που μετέπειτα εκμεταλλεύτηκε γεωργικά την περιοχή.
Το 1955 το κτήμα περιήλθε στο Δημόσιο, ενώ το 1959 συστήθηκε ο κρατικός Οργανισμός Λεσινίου που ανέλαβε την αξιοποίηση της περιοχής.
Στην έκταση του δάσους υπήρχαν πρόχειρες ποιμενικές εγκαταστάσεις νομαδικών κτηνοτρόφων, χωρίς δικαιώματα ιδιοκτησίας στην περιοχή.
Ο φυτικός κόσμος του δάσους
Η συγκεκριμένη δασώδης έκταση που βρίσκεται στη βόρεια περιοχή του Δέλτα του Αχελώου υπολογίζεται περί τα 600 στρέμματα και σχηματίζεται, κυρίως, από αιωνόβιους Φράξους, του είδους Fraxinus oxycarpa.
Πέρα από αυτό, υπάρχουν εκεί Ημίλευκες (Populus alba), Ασημοϊτιές (Salix alba), Φτελιές (Ulmus minor) και Δάφνες (Laurus nobilis).
Τα τεράστια αυτά αιωνόβια δέντρα είναι πνιγμένα από τα αναρριχητικά φυτά, όπως η Hedera helix, η Vitis vinifera sylvestris, o Smilax aspera και ο Tamus communis.
Τα συγκεκριμένα έχουν ένα ιδιαίτερο χρώμα, όμως, δημιουργούν προβλήματα στην υγεία των δέντρων.
Στην ευρύτερη περιοχή του Δέλτα του ποταμού Αχελώου διασώζονται πιο μικρά σε έκταση παραποτάμια δάση, υπολείμματα των απέραντων δασών που υπήρχαν κάποτε σε αυτά τα μέρη.
Τα συγκεκριμένα δάση σχηματίζονται από Πλατάνια (Platanus orientalis), Καβάκια (Populus nigra), Κλήθρα (Alnus glutinosa) και διάφορους θάμνους, όπως τα Αρμυρίκια και οι Λυγαριές.
Από άποψη ηλικίας η συστάδα είναι γηραιά, τα υπάρχοντα άτομα είναι πολύκλαδα, κακόμορφα και δίνεται η αίσθηση ότι πρόκειται για παρθένο δάσος.
Στο μεγαλύτερο μέρος του δάσους δεν υπάρχει αναγέννηση.
Σε μερικές θέσεις του, παρατηρούνται ελάχιστα αρτίφυτρα ηλικίας 2-3 μηνών, όμως, η επιβίωση αυτών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις καιρικές συνθήκες και τις συνθήκες ηρεμίας που πρέπει να επικρατούν στο χώρο (προστασία από τη βοσκή, κυκλοφορία, υγρασία εδάφους).
Τα σπάνια είδη σε μερικές θέσεις βρίσκονται σε μίξη, προσδίδοντας μεγάλη οικονομική αξία στη συστάδα.
Οι προαναφερθέντες φυτοκοινωνίες είναι πολύ σπάνιες στον κόσμο, εξαιτίας της υπερβολικής και παράνομης, πολλές φορές, υλοτομίας που υφίστανται.
Ο ζωικός κόσμος του δάσους
Στην αρκετά μεγάλη αυτή έκταση βρίσκει καταφύγιο σημαντικός αριθμός ζώων. Λόγω και της ύπαρξης νερού υπάρχει μεγάλος αριθμός αμφιβίων και ερπετών.
Εκεί, ζουν ο Δενδροβάτραχος (Hyla arborea), ο Φρύνος (Bufo bufo), ο Πρασινόφρυνος (Bufo viridis), η Rana ridibunda, οι Νεροχελώνες (Emys orbicularis και Mauremys caspica), τα Νερόφιδα (Natrix tesellata και Natrix natrix).
Άλλα ερπετά που συναντούμε εκεί είναι η Οχιά (Vipera ammodytes), οι Χερσοχελώνες (Testudo hermanni και Testudo marginata), τα Σαμιαμίδια (Cytrodactylus kotschyi), ο Οφίσαυρος (Ophisaurus apodus), οι Πρασινόσαυρες (Lacerta trilineata), οι Σαύρες (Podarcis taurica και Algyroides nigropunctatus), ο Νανόσκιγκος (Albepharus kitaibelii), ο Τυφλήτης (Typhlops vermicularis), η Σαίτα (Coluber najadum), το Γατόφιδο (Telescopus fallax), ο Σαπίτης (Malpolon monspessulanus), ο Λαφίτης (Elaphe quatuorlineata), η Δεντρογαλιά (Columber gemonensis) και το Γιατρόφιδο (Elaphe longissima).
Δεν είναι λίγα και τα πουλιά που αναπαράγονται και ζουν εκεί.
Τέτοια είναι οι Δρυοκολάπτες (Picoides minor), ο ενδροτσοπανάκος (Sitta europaea), ο Μυγοχάφτης (Muscipata striata), η Σακκουλοπαπαδίτσα (Remiz pendulinus), o Σπίνος (Fringilla coelebs), o Χουχουριστής (Strix aluco) και η Κίσσα (Garrulus glandarius).
Στην περιοχή του δάσους απαγορεύεται το κυνήγι – αν και παρατηρούνται παρανομίες – ενώ σήμερα βρίσκουν καταφύγιο αρκετά διαβατικά και ενδημικά είδη.
Πιο παλιά υπήρχαν σε αφθονία αλεπούδες, ασβοί, τσακάλια, λαγοί και άλλα είδη που ζουν σε ελώδη μέρη.
Η αριθμητική μείωση των πληθυσμών της πανίδας δε βαρύνει τους κυνηγούς, αλλά πιο πολύ οφείλεται στην εντατική καλλιέργεια και την αλόγιστη χρήση φυτοφαρμάκων.
Η περιοχή του δάσους αρκετές φορές βόσκετε από κοπάδια αιγοπροβάτων και αγελάδων κτηνοτρόφων με εγκαταστάσεις όμορες στο χώρο, ιδίως κατά τη νύχτα, λόγω και των προβλημάτων φύλαξης που υφίστανται.
Πηγή: patrasevents.gr
Βίντεο: Andreas Koutsothanasis