«Ο ψηλός θυρωρός με την πράσινη στολή». Οι περαστικοί στο Σύνταγμα αναγνωρίζουν τον Δημήτρη Τακτικό, ακόμα κι αν δεν ξέρουν το όνομά του. Βρίσκεται στο ίδιο πόστο, μπροστά στην επιβλητική είσοδο του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρεταννία» εδώ και 35 χρόνια κι είναι κάτι παραπάνω από ένας απλός θυρωρός.
Για τους θαμώνες του ιστορικού ξενοδοχείου είναι φίλος, για τους περισσότερους Αθηναίους είναι πια στοιχείο του αστικού τοπίου, μαζί με τη Βουλή, τους Εύζωνες, και το σιντριβάνι της πλατείας.
Κάθεται στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού – ακόμα κι έτσι φαίνεται το ύψος του, είναι 1.93. «Εχω γίνει αξιοθέατο. Ερχονται οι Γιαπωνέζοι και μου ζητούν να βγάλουμε σέλφι. Βγαίνω και σε λούτρινο», λέει γελώντας αναφερόμενος στο αναμνηστικό αρκουδάκι με τη στολή και το καπέλο που διατίθεται στο κατάστημα του ξενοδοχείου.
Δύσκολη βάρδια
Ημέρα με καύσωνα και τον περιμένει μια δύσκολη 8ωρη βάρδια με ορθοστασία στους 39 βαθμούς, όμως για εκείνον είναι μια καλή μέρα – όπως όλες: «Εχω μάθει στη ζωή μου από το πρωί που ξυπνάω να είμαι καλά, να μη με πειράζει η ζέστη, το κρύο, η βροχή, να μη βρίσκω κάτι να γκρινιάζω. Ενα πράγμα που με χαρακτηρίζει και μου το λένε οι πελάτες και οι συνάδελφοί μου είναι ότι είμαι ο άνθρωπος με το χαμόγελο. Ξυπνάω, είμαι υγιής, έρχομαι για δουλειά χαμογελαστός. Ασχετα αν θα είναι μια δύσκολη, μια εύκολη, μια οποιαδήποτε μέρα, πρέπει να είμαι ο ίδιος».
Μια συνηθισμένη ημέρα, μπορεί να ανοίξει δεκάδες πόρτες από λιμουζίνες από τις οποίες κατά καιρούς αποβιβάζονται αρχηγοί κρατών, επιχειρηματίες και διεθνείς διασημότητες.
Ο ίδιος φτάνει στη δουλειά του με το μετρό, ξεκινώντας από το Περιστέρι όπου γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει μέχρι σήμερα. Αν και δεν σπούδασε, κατάφερε να μάθει αγγλικά όταν 20άρης ταξίδεψε στον Καναδά αναζητώντας καλύτερη τύχη. Ομως όλα αυτά θεωρεί πως δεν είναι άξια αναφοράς.
«Η δική μου ιστορία ξεκινάει από τότε που αποφάσισα να κάνω αίτηση στο ξενοδοχείο».
Μέσα της δεκαετίας του ’80 αποφάσισε να αφήσει την ευκαιριακή δουλειά του, στο καζίνο της Πάρνηθας και να περάσει το κατώφλι της «Μεγάλης Βρεταννίας». «Την πρώτη μέρα που ήρθα δεν την ξεχνάω. Μπορεί να μην είχα ξαναμπεί στο ξενοδοχείο, να το έβλεπα μόνο απέξω αλλά η φήμη του ήταν γνωστή σε όλη την Ελλάδα. Μπήκα στο λόμπι, με έλουσε κρύος ιδρώτας. Αισθάνθηκα ένα βαρύ ξενοδοχείο στους ώμους μου. Εκανα την αίτηση και περίμενα με αγωνία το αποτέλεσμα».
Η πρόσληψη
Γρήγορα του ανακοινώθηκε η πρόσληψή του. Αφού εργάστηκε λίγους μήνες στο εστιατόριο, ζήτησε από τη διεύθυνση να αναλάβει τη θέση του θυρωρού που μόλις είχε ελευθερωθεί. «Κι εμείς εσένα είχαμε σκεφθεί» του είπαν από τη διεύθυνση προσωπικού.
«Δεν ήθελα να είμαι απλά ένας doorman. Τι είναι doorman; Ενας άνθρωπος που υποδέχεται. Και; Ηθελα να το κάνω μεγαλύτερο. Ηθελα να το κάνω σημαντικό. Ηθελα αυτή η θέση εκεί μπροστά να αναβαθμιστεί σε κάτι καλύτερο. Είναι σημαντικό να είσαι όχι απλώς ένας άνθρωπος που στέκεται μπροστά σε ένα ξενοδοχείο και παραλαμβάνει βαλίτσες, αλλά να είσαι φίλος. Αυτό επεδίωκα όλα αυτά τα χρόνια και σε ένα βαθμό το έχω καταφέρει».
Στο τραπέζι ακουμπισμένο το καπέλο του. «Με ενδιέφερε πολύ η εμφάνισή μας και κάποια στιγμή μου έδωσε το ξενοδοχείο το ελεύθερο να ράψω το πρώτο μοντέλο, με διπλή μπέρτα που προστάτευε από το κρύο. Επειδή τους άρεσε μου είπαν να φτιάξω και για τους συναδέλφους».
Κατά τη διάρκεια της καριέρας του έχει υποδεχθεί πλείστες όσες προσωπικότητες. «Ονόματα; Αλέν Ντελόν, Σοφία Λόρεν, Κατρίν Ντενέβ, Ρότζερ Μουρ, Σον Κόνερι. Ελίζαμπεθ Τέιλορ. Σταρ! Αν και όταν είχε έρθει δεν ήταν στην καλύτερή της κατάσταση, κατά τη γνώμη μου ήταν σταρ πραγματική».
Το 2007 ήρθε τετ α τετ με τον Μπιλ Κλίντον που κατά την επίσκεψή του στην Ελλάδα φιλοξενήθηκε στη «Μεγάλη Βρεταννία». «Θα έπρεπε να είναι ηθοποιός. Είναι πραγματικά σταρ!».
Τα απρόοπτα
«Θυμάμαι έναν ηθοποιό –δεν θα πω όνομα– ο οποίος είχε πάει στο Μικρολίμανο να φάει. Γυρνώντας με το ταξί, άνοιξα την πόρτα στον ηθοποιό αλλά είδα ότι ο ταξιτζής δεν έφευγε, κάτι μουρμούραγε. “Συμβαίνει κάτι με τον πελάτη;” ρώτησα τον ταξιτζή. “Επειδή είπα πόσο ευτυχής είμαι που τον έχω μέσα στο ταξί μου, κατέβηκε και δεν με πλήρωσε”. Θα μπορούσα να μιλάω μέρες γι’ αυτά που ζω. Βλέπω αλλά δεν μιλάω».
«Ανά πάσα στιγμή μπορεί να συμβεί κάτι στην πόρτα. Το Σύνταγμα είναι δύσκολο. Δεν είναι μόνο το καυσαέριο και η πολυκοσμία, κάποια περίοδο είχες να κάνεις με διαδηλώσεις, με δακρυγόνα».
Συχνά δοκιμάζονται η ψυχραιμία και τα αντανακλαστικά του αφού λόγω της τοποθεσίας του ξενοδοχείου, βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των εξελίξεων. Αποκορύφωμα η έκρηξη μπροστά στο μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη. «Εσκασε μια βόμβα μπροστά στη Βουλή, έφυγε ένα κομμάτι και πέρασε πολύ κοντά μου. Το ξενοδοχείο, όταν γίνονται βίαιες διαδηλώσεις μας προστατεύει, περνάμε μέσα και κλείνουμε τα ρολά. Εχω μάθει να ζω με αυτό».
Ακόμα και μια ήσυχη μέρα μπορεί να του επιφυλάσσει απρόοπτα: «Εχει συμβεί να έρθει ένας πίσω από τα πόδια μου και να σπάσει ένα μεγάλο τζάμι. Θα μπορούσε να με είχε κόψει. Ηρθαν, τον πήραν, τον πήγαν σε κάποιο νοσοκομείο. Συμβαίνουν τέτοια πράγματα. Είσαι εκτεθειμένος στον δρόμο».
Η βράβευσή του ως ένας από τους 10 καλύτερους στον κόσμο
Για τον κ. Τακτικό το ξενοδοχείο είναι «ένα σπίτι που φιλοξενεί κόσμο. Κι εμείς είμαστε εκεί να τον προσέχουμε, να τον διευκολύνουμε. Να δίνω λύσεις, αυτή είναι η δουλειά μου». Κακή μέρα για τον ίδιο, δεν δικαιολογείται. «Είσαι το πρώτο πρόσωπο που συναντάει ένας πελάτης. Κανένας δεν θέλει να σε δει με μούτρα». Διηγείται την εμπειρία της διαμονής του στη Ρώμη, σχολιάζοντας ότι ο Ιταλός συνάδελφός του ήταν ανεπαρκής. «Τον παρατηρούσα, δεν έδινε καμία πληροφορία. Το να μάθω τις διευθύνσεις δεν μου το επιβάλλει το ξενοδοχείο. Ομως δεν πρέπει να ξέρω πού στέλνω έναν πελάτη ή να δώσω οδηγίες στον ταξιτζή; Με ενδιαφέρει να του δείξω ότι “είμαι εδώ για σένα”. Βγαίνει από το ξενοδοχείο, του λέω κλείστε το φερμουάρ της τσάντας σας – κοιτάς να τον προστατεύσεις, να μην τον κλέψουν. Θα του πω πόσα θα πρέπει να πληρώσει στο ταξί».
Τόσα χρόνια στο ίδιο πόστο έχει μάθει να αποκωδικοποιεί βλέμματα. Ξέρει ότι αν ένας ένοικος κοιτάξει το ταμπελάκι του στο πέτο, έμεινε ικανοποιημένος. «Θα πει ότι θέλει να σε γνωρίσει». Επίσης αναγνωρίζει τον πρωτάρη. «Οσοι έρχονται με τα αυτοκίνητά τους θα με ρωτήσουν αν μπορούν να αφήσουν το αυτοκίνητο. Εκεί καταλαβαίνω ότι πρέπει να έρχεται πρώτη φορά στο ξενοδοχείο. Αν έχεις κράτηση δικαιούσαι θέση».
Μιλώντας για την οικειότητα μεταξύ θυρωρών – ενοίκων αναφέρεται στην «κόκκινη γραμμή»: «Αυτή δεν την περνάς ποτέ, δεν θα τον πάρεις αγκαλιά. Έρχεσαι κοντά για να μπορεί και να διαβάζει καλύτερα τα μάτια σου – αν λες αλήθεια, πόση αλήθεια λες».
«Θα μπορούσα να έχω χιλιάδες γράμματα από ενοίκους που έχουν φύγει ευχαριστημένοι. Δεν τα κρατάω, ούτε σημαίνει κάτι αυτό για εμένα. Γιατί το επόμενο λεπτό, θα έρθουν καινούργιοι. Πρέπει να είσαι κάθε μέρα ο καλύτερος. Ο καλύτερος για εμένα είναι αυτός που κάνει τα λιγότερα λάθη». Πριν από λίγους μήνες, επιλέχθηκε από τη διεθνή αλυσίδα φιλοξενίας Marriott International ως ένας από τους «καλύτερους των καλυτέρων».
Ελαβε το βραβείο «J. Willard Marriott Award of Excellence», το οποίο απονέμεται ετησίως από το 1987 σε 10 επαγγελματίες που ξεχώρισαν παγκοσμίως στον ξενοδοχειακό κλάδο για το επίτευγμα, τον χαρακτήρα, την αφοσίωση, την προσπάθεια και την επιμονή τους.
«Με πρότεινε το ξενοδοχείο, ήρθε η απάντηση ότι βραβεύομαι και ότι θα πρέπει να πάω στην Ουάσιγκτον. Στην αρχή δεν μου φάνηκε κάτι ιδιαίτερο. Πηγαίνοντας στην Αμερική συνειδητοποιήσαμε ότι για την εταιρεία ήταν το γεγονός της χρονιάς», λέει περιγράφοντας τη στιγμή της άφιξής του στα κεντρικά του ξενοδοχειακού κολοσσού. «Είχαν κάνει μια γραμμή 1.500 στελέχη, με σημαιάκια και κόρνες. Επικεφαλής της υποδοχής ήταν η οικογένεια Marriott. Το μεγάλο αφεντικό μας περίμενε μέσα στη βροχή για να μας υποδεχθεί. Είναι μεγάλη αναγνώριση σε αυτά που έχω προσφέρει».
Το «καταφύγιο»
«Αισθάνομαι τυχερός άνθρωπος. Εχω μια καλή οικογένεια, μια σύζυγο που έχει σταθεί βράχος σε πάρα πολύ δύσκολες στιγμές – αναφέρομαι σε μια ασθένεια του γιου μου. Τη γνώρισα στο ξενοδοχείο, εργαζόταν στο λογιστήριο, εδώ ερωτευτήκαμε, παντρευτήκαμε, κάναμε τα παιδιά μας». Παίρνει πάντα το ρεπό του μεσοβδόμαδα και πηγαίνει πάντα στο ίδιο μέρος, «στο καταφύγιο», όπως αποκαλεί το ήσυχο εξοχικό του κοντά στα Καμένα Βούρλα, απ’ όπου κατάγεται. Σε δύο χρόνια συνταξιοδοτείται. «Εκεί θέλω να πάω να μείνω για το υπόλοιπο της ζωής μου. Δεν ξέρω πόσο θα μου λείψει αυτό που ζω. Εχω πράγματα να θυμάμαι, θα ζήσω με τις αναμνήσεις».
Η συνάντηση
Το ραντεβού μας ήταν στη Μεγάλη Βρεταννία. Ενα γωνιακό τραπέζι μάς περίμενε δίπλα στο παράθυρο της Royal Room, μιας από τις παλαιότερες αίθουσες του ξενοδοχείου που διατίθεται για πριβέ εκδηλώσεις, κι εκείνη την ημέρα έτυχε να είναι ελεύθερη. Θα μέναμε στους δύο εσπρέσο, όμως η υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων και ο σεφ του ξενοδοχείου επέμειναν να μας προσφέρουν brunch.
«Κάνω πολύ γρήγορες καύσεις, δεν παίρνω γραμμάριο», μου είπε την ώρα που τρώγαμε – εκείνος αυγά benedict τα οποία σερβίρονται με αστακό και σάλτσα hollandaise, εγώ ομελέτα που συνοδεύεται από πράσινα λαχανικά, τυρί cottage και σαλάτα με αβοκάντο. Οταν βρίσκεται στο πόστο του δεν κάνει διάλειμμα, παρότι προβλέπεται.
«Πού και πού ζητάω από κάποιον φίλο ταξιτζή να πεταχτεί στο περίπτερο να μου φέρει μια σοκολατίτσα αμυγδάλου».
Οι σταθμοί του
1957
Γεννιέται στην Αθήνα.
1977
Ταξιδεύει στον Καναδά προς αναζήτηση καλύτερης τύχης.
1984
Περνάει το κατώφλι του ξενοδοχείου Μεγάλη Βρεταννία για πρώτη φορά. Κάνει αίτηση και προσλαμβάνεται.
1986
Γεννιέται η κόρη του Στέλλα.
1988
Γεννιέται ο γιος του Αντώνης.
2009
Χτίζει το «καταφύγιό» του, ένα εξοχικό στον τόπο καταγωγής του κοντά στα Καμένα Βούρλα.
2000
Εκρήγνυται αυτοσχέδιος μηχανισμός κοντά στον προαύλιο χώρο του Κοινοβουλίου. Θραύσματα μαντεμένιου κάδου εκσφενδονίζονται κοντά του.
2019
Λαμβάνει το βραβείο «J. Willard Marriott Award of Excellence», ως ένας από τους «καλύτερους των καλυτέρων».
Πηγή: Εφημερίδα Καθημερινή – kathimerini.gr